Η ατομική προσωπική μας πραγματικότητα, το τι νομίζουμε για τη ζωή και το κομμάτι που εμείς παίζουμε σ‘ αυτήν, είναι αυτοδημιούργητη. Συναρμολογούμε τη δικιά μας προσωπική πραγματικότητα. Είναι φτιαγμένη από την ερμηνεία μας για τις αντιλήψεις μας σχετικά με το πως είναι τα πράγματα και το τι συνέβη σε μας. Όταν γεννιόμαστε παίρνουμε κάποιες βασικές αποφάσεις για τη ζωή. Και προσθέτουμε στο σενάριο, το εμπλουτίζουμε κατά τη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας. Καταλήγουμε με μια αντίληψη του εαυτού μας και του κόσμου, που συνήθως είναι τελείως εκτός πραγματικότητας, γιατί οι αντιλήψεις μας σε μικρή ηλικία δεν είναι ακριβείς. Και, φυσικά, οι αποφάσεις που παίρνουμε μέσα από τις αντιλήψεις μας επίσης δεν είναι ακριβείς. Μέσα από αυτό συναρμολογούμε την προσωπική μας οπτική για τον κόσμο και μετά συναρμολογούμε ένα περιβάλλον που είναι μια αντανάκλαση της οπτικής μας για αυτόν.
Αρχίζουμε να γράφουμε το σενάριο μας περίπου στην ηλικία των επτά ετών. Έπειτα αρχίζουμε να συμπεριφερόμαστε στον κόσμο σαν να ήταν τα παρασκήνια της Γιουνιβέρσαλ Στούντιος. Διαλέγουμε τα σκηνικά μας και τα θεατρικά αντικείμενά μας. Κάνουμε την διανομή των ρόλων και ψάχνουμε για κομπάρσους. Πάμε στο βεστιάριο, που μπορεί να είναι το Ζάρα ή ο Σαράφης ή το Αρτίστι Ιταλιάνι στο Κολωνάκι και διαλέγουμε τα κοστούμια μας. Διαλέγουμε μια τοποθεσία και ξεκινάμε να φιλμογραφούμε την ιστορία της ζωής όπως τη βλέπουμε, με πρωταγωνιστή ΕΜΑΣ. Κυριολεκτικά δημιουργούμε μια πραγματικότητα που αντανακλά την οπτική μας για τον κόσμο και ποιοι ήμαστε σε σχέση μ’ αυτόν.
Εάν έχουμε μια πραγματικότητα που λέει ότι η ζωή έχει να κάνει με ταλαιπωρία και αγώνα, θα δημιουργήσουμε μια εμπειρία ζωής που αποδεικνύει ότι η πραγματικότητα μας είναι ακριβής. Εάν έχουμε μια προσωπική πραγματικότητα ότι η ευημερία μας βασίζεται στους άλλους, θα διευθετήσουμε έτσι την ζωή μας έτσι ώστε να υποστηρίζει την πραγματικότητά μας αυτή, της εξάρτησης από άλλους ή από κάτι έξω από εμάς.
Έτσι, σε κάποιο επίπεδο, είμαστε έξω στον κόσμο δημιουργώντας μια πραγματικότητα που αντανακλά ακριβώς την αντίληψή μας για το πώς είναι η ζωή. Από τον άπειρο αριθμό πιθανών εμπειριών, συναισθημάτων και γεγονότων που είναι διαθέσιμα, εμείς θα διαλέξουμε μόνο αυτά που αντανακλούν τη δική μας οπτική του κόσμου.
Τώρα, οι πιο πολλοί από εμάς δεν έχουμε επίγνωση της προσωπικής μας πραγματικότητας. Κρύβεται στη συνείδηση, κάτω από το επίπεδο της αντίληψης. Για παράδειγμα, μπορεί να πιστεύουμε ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία, αλλά ποτέ δεν παρατηρούμε ότι εμείς νομίζουμε ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία. Απλώς κυκλοφορούμε δημιουργώντας εμπειρίες που υποστηρίζουν την αντίληψή μας ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία.
Είναι εύκολο να δούμε γιατί κάποιος μπορεί να συναρμολογήσει μια προσωπική πραγματικότητα που λέει ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία, επειδή για πολλούς από εμάς, η γέννηση ήταν ταλαιπωρία (ή τα πρώτα χρόνια ζωής). Όπως είδαμε και στο άρθρο: Πως φτάσαμε να είμαστε διαχωρισμένοι από τους άλλους. Έτσι, η απόφαση ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία γίνεται το πλαίσιο της ζωής μας. Είναι το γήπεδο μέσα στο οποίο παίζεται η ζωή μας. Ό,τι συμβαίνει – το περιεχόμενο της ζωής μας – παίζεται σε ένα γήπεδο που λέει ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία.
Τώρα, τι νομίζετε ότι θα κάνει κάποιος του οποίου η ζωή είναι ταλαιπωρία; Θα αναζητήσει μια μορφή (βλέπε άρθρο: Εξάρτηση στην μορφή), κάτι ή κάποιον πέρα από τον εαυτό του, για να απαλύνει την ταλαιπωρία της υπόθεσης. Ξεκινάμε να κοιτάμε τριγύρω για κάτι με το οποίο θα τα πάμε καλύτερα. Και, φυσικά, βρίσκουμε κάτι. Και όπα! Τα πράγματα καλυτερεύουν! Εκπληκτικό! Τα πράγματα φαίνονται να πηγαίνουν καλύτερα. Τουλάχιστον, το περιεχόμενο της ζωής μας φαίνεται να βελτιώνεται. Πείτε ότι βρίσκουμε μια νέα σχέση. ΑΥΤΗ είναι! Το νιώθω! Είμαι τόσο ερωτευμένος! Και για λίγο όλα είναι τέλεια. Αλλά η έξαψη δεν κρατάει. Και για άλλη μια φορά, κάτι που ξεκίνησε λαμπρό και γυαλιστερό και υποσχόμενο και ελπιδοφόρο καταλήγει σε ένα χωρισμό γεμάτο αντιπαραθέσεις, μιζέρια και ραγισμένες καρδιές ή στην καλύτερη περίπτωση σε απογοήτευση.
«Τι έγινε; Τι έκανα λάθος;», ρωτάμε. Λοιπόν, η απάντηση είναι απλή, αλλά όχι εύκολη. Η αντίληψη μας ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία – το πλαίσιο στο οποίο η ζωή μας εμπεριέχεται, το γήπεδο – είναι πολύ μεγαλύτερη και πιο ισχυρή δημιουργικά (με έναν αρνητικό τρόπο) δύναμη, από την αντίληψη ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα με μια νέα σχέση.
Είναι σαν να προσπαθείς να ανάψεις φωτιά σε ένα βρεγμένο λιβάδι. Η λίγο θετικά ενεργειακή ροή καταβροχθίζεται από την πρωταρχική μας θεώρηση ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία. Εάν πχ η σχέση ξεκινάει να γίνεται πραγματικά καλή, τότε αυτό απειλεί την αρχική μας ιδέα, ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία, κι έτσι εμείς βρίσκουμε (υποσυνείδητα) κάποιο πλάγιο τρόπο να το λερώσουμε αυτό.
Είναι αυτή η μικρή έξαψη της ελπίδας, αυτό το συναίσθημα του ‘’ίσως αυτή την φορά‘’, που μας διατηρεί στο να πηγαίνουμε από την μια απογοήτευση στην άλλη. Το ονομάζουμε προσωρινή ευημερία. Είναι ωραία αίσθηση, επειδή είναι μια από τις λίγες στιγμές στις οποίες δεν υπάρχει πόνος. Η απουσία του πόνου έχει γίνει ευτυχία για κάποιον που έχει την πραγματικότητα ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία και γεμάτη διαχωρισμό (ως προς το πώς εννοούμε το διαχωρισμό, βλέπε άρθρο: Ποιο είναι το κεντρικό θέμα της ύπαρξης μας) και κούραση.
Με μια πραγματικότητα διαχωρισμού και ταλαιπωρίας, η ζωή υπάρχει για το άτομο σε μια κλίμακα από μείον δέκα (-10) έως μηδέν (0). Η ζωή δεν είναι θετική εμπειρία, είναι, στην καλύτερη, μη αρνητική.
Φυτεύουμε ένα μικρό σπόρο θετικής ενέργειας, αλλά δεν αναπτύσσεται, γιατί τον φυτεύουμε σε άγονο έδαφος. Τον φυτεύουμε σε έναν εξωτερικό κήπο. Δεν τον φυτεύουμε στον εσωτερικό κήπο του εαυτού μας, γιατί μέσα μας είναι η βαθιά κρατημένη και αναμφισβήτητη πεποίθηση ότι η ζωή είναι ταλαιπωρία και γεμάτη διαχωρισμό και κούραση.
Μήπως ήρθε η ώρα να καλλιεργήσουμε αυτόν τον εσωτερικό κήπο του εαυτού, και να αποψιλώσουμε τα ζιζάνια των αποδυναμωτικών πεποιθήσεων;